Ἑμμώρ

Ἑμμώρ
Ἑμμώρ, ὁ some edd.-όρ; indecl. (חֲמוֹר) (LXX.; JosAs 23:13.—Theodot. [II B.C.]: 732 Fgm. 1, 2 Jac [in Eus., PE 9, 22, 2] and Philo, Migr. Abr. 224 Ἑμώρ.—In Jos., Ant. 1, 337 Ἕμμωρος, ου) Hamor, from whose sons (TestLevi 5:4; 6:3; Demetr.: 722 Fgm. 1, 9 Jac.), living near Shecḥem, Abraham bought a burial-place (Josh 24:32 Aq., Sym., cp. Gen 33:19; 34:2) Ac 7:16; BHHW II 692.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εμμώρ ο Ευβαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως άρχοντας στη γη Χαναάν. Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του, Συχέμ, και όλο τον αρσενικό πληθυσμό της χώρας, από τον Συμεών και τον Λευί, τους γιους του Ιακώβ, γιατί ο γιος του ατίμασε την αδελφή τους …   Dictionary of Greek

  • μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”